Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
καταθαρρῡ́νω
View word page
κατ-αζαίνω
καταζαίνωvbreltd. ἄζω3sg.iteratv.aor.
καταζήνασκε
of a godmake drydry upa lakeOd.

ShortDef

to make quite dry, parch quite up

Debugging

Headword:
καταζαίνω
Headword (normalized):
καταζαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταζαινω
IDX:
21318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21319
Key:
καταζαίνω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αζαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αζαίνω</HL><PS>vb</PS><Ety>reltd. <Ref>ἄζω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>3sg.iteratv.aor.</Lbl><Form>καταζήνασκε</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of a god</Indic><Def>make dry</Def><Tr>dry up<Expl>a lake</Expl></Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταζαίνω'}