Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρρέω
View word page
καταέρρω
καταέρρωAeol.vbseeκαταίρω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταέρρω
Headword (normalized):
καταέρρω
Headword (normalized/stripped):
καταερρω
IDX:
21317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21318
Key:
καταέρρω

Data

{'headword_display': '<b>καταέρρω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταέρρω</HL><PS>Aeol.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καταίρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταέρρω'}