Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
καταθαμβέομαι
View word page
κατα-είσομαι
καταείσομαιep.fut.mid.vbεἴσομαι23sg.aor.
καταείσατο
of a spearspeed downw.gen.into the groundIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταείσομαι
Headword (normalized):
καταείσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταεισομαι
IDX:
21315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21316
Key:
καταείσομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-είσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>είσομαι</HL><PS>ep.fut.mid.vb</PS><Ety><Ref>εἴσομαι<Hm>2</Hm></Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>3sg.aor.</Lbl><Form>καταείσατο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a spear</Indic><Tr>speed down</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>into the ground<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταείσομαι'}