Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
κατάημι
View word page
καταείνυον
καταείνυονep.3pl.impf.seeκαταέννῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταείνυον
Headword (normalized):
καταείνυον
Headword (normalized/stripped):
καταεινυον
IDX:
21314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21315
Key:
καταείνυον

Data

{'headword_display': '<b>καταείνυον</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταείνυον<LblR>ep.3pl.impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταέννῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταείνυον'}