Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
καταζώω
View word page
καταειμένος
2
καταειμένος
2
ep.pf.pass.ptcpl.
see
καθίημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταειμένος
Headword (normalized):
καταειμένος
Headword (normalized/stripped):
καταειμενος
IDX:
21313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21314
Key:
καταειμένος_2
Data
{'headword_display': '<b>καταειμένος</b><sup>2</sup>', 'content': '<XE><RefFm>καταειμένος<Hm>2</Hm><LblR>ep.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθίημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταειμένος_2'}