Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζώννυμαι
View word page
καταειμένος1
καταειμένος1ep.pf.mid.pass.ptcpl.seeκαταέννῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταειμένος
Headword (normalized):
καταειμένος
Headword (normalized/stripped):
καταειμενος
IDX:
21312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21313
Key:
καταειμένος_1

Data

{'headword_display': '<b>καταειμένος</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><RefFm>καταειμένος<Hm>1</Hm><LblR>ep.pf.mid.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταέννῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταειμένος_1'}