Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
View word page
καταείδω
καταείδωvbseeκατᾴδω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταείδω
Headword (normalized):
καταείδω
Headword (normalized/stripped):
καταειδω
IDX:
21311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21312
Key:
καταείδω

Data

{'headword_display': '<b>καταείδω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταείδω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>κατᾴδω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταείδω'}