Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
καταζαίνω
καταζεύγνῡμι
καταζευγοτροφέω
View word page
κατα-δωροδοκέω
καταδωροδοκέωcontr.vb act. and mid., of officialstake bribesLys. Ar. Arist.perh.betray for bribesw.gen.one's cityAr.

ShortDef

to take presents

Debugging

Headword:
καταδωροδοκέω
Headword (normalized):
καταδωροδοκέω
Headword (normalized/stripped):
καταδωροδοκεω
IDX:
21310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21311
Key:
καταδωροδοκέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δωροδοκέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δωροδοκέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>act. and mid., of officials</Indic><Tr>take bribes</Tr><Au>Lys. Ar. Arist.</Au><vS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>betray for bribes</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>one's city<Au>Ar.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταδωροδοκέω'}