Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
καταέρρω
View word page
κατάδυσις
κατάδυσιςεωςfκαταδύω hiding-place, denof an animalPlu.

ShortDef

a going down into, descent

Debugging

Headword:
κατάδυσις
Headword (normalized):
κατάδυσις
Headword (normalized/stripped):
καταδυσις
IDX:
21307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21308
Key:
κατάδυσις

Data

{'headword_display': '<b>κατάδυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάδυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταδύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>hiding-place, den<Expl>of an animal</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάδυσις'}