Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
καταείσομαι
καταέννῡμι
View word page
καταδῡ́νω
καταδῡ́νωvbseeκαταδύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδῡ́νω
Headword (normalized):
καταδῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
καταδυνω
IDX:
21306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21307
Key:
καταδῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>καταδῡ́νω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταδῡ́νω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>καταδύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταδῡ́νω'}