Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
καταείνυον
View word page
κατα-δρύπτομαι
καταδρύπτομαιmid.vb tearone's cheeksin mourningHes.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδρύπτομαι
Headword (normalized):
καταδρύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδρυπτομαι
IDX:
21304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21305
Key:
καταδρύπτομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δρύπτομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δρύπτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>tear</Tr><Obj>one's cheeks<Expl>in mourning</Expl><Au>Hes.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταδρύπτομαι'}