Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταειμένος
View word page
κατάδρυμμα
κατάδρυμμαατοςnκαταδρύπτομαι tearingof one's skin w. one's nails, in mourningE.

ShortDef

a tearing

Debugging

Headword:
κατάδρυμμα
Headword (normalized):
κατάδρυμμα
Headword (normalized/stripped):
καταδρυμμα
IDX:
21303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21304
Key:
κατάδρυμμα

Data

{'headword_display': '<b>κατάδρυμμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κατάδρυμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καταδρύπτομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>tearing<Expl>of one's skin w. one's nails, in mourning</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κατάδρυμμα'}