Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
View word page
κατάδρομος
κατάδρομοςονadj of buildingsravagedw.dat.by fire and enemy spearsE.

ShortDef

overrun, wasted

Debugging

Headword:
κατάδρομος
Headword (normalized):
κατάδρομος
Headword (normalized/stripped):
καταδρομος
IDX:
21302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21303
Key:
κατάδρομος

Data

{'headword_display': '<b>κατάδρομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάδρομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of buildings</Indic><Tr>ravaged<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by fire and enemy spears</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάδρομος'}