Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
View word page
κατα-δρέπω
καταδρέπωvb pluckleaves, fruitfr. treesHdt. Pl.

ShortDef

to strip off from

Debugging

Headword:
καταδρέπω
Headword (normalized):
καταδρέπω
Headword (normalized/stripped):
καταδρεπω
IDX:
21300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21301
Key:
καταδρέπω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δρέπω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δρέπω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>pluck</Tr><Obj>leaves, fruit<Expl>fr. trees</Expl><Au>Hdt. Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδρέπω'}