Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπλάνησις
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλέω
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληρόω
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπλήσσομαι
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
View word page
ἀπό-πλοος
ἀπόπλοοςAtt.ἀπόπλουςουmπλόος sailing awayfr. a placeHdt. X. Arist. Plb. Plu.

ShortDef

(n) a sailing away
(adj) starting on a voyage

Debugging

Headword:
ἀπόπλοος
Headword (normalized):
ἀπόπλοος
Headword (normalized/stripped):
αποπλοος
IDX:
212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-213
Key:
ἀπόπλοος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπό-πλοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπό<hyph/>πλοος</HL><VL><Lbl>Att.</Lbl><FmHL>ἀπόπλους</FmHL></VL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>sailing away<Expl>fr. a place</Expl></Tr><Au>Hdt. X. Arist. Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπόπλοος'}