Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
καταδῡ́νω
κατάδυσις
View word page
καταδούλωσις
καταδούλωσιςεωςf enslavementsubjugationw.gen.of a people, a regionTh. Pl.

ShortDef

enslavement, subjugation

Debugging

Headword:
καταδούλωσις
Headword (normalized):
καταδούλωσις
Headword (normalized/stripped):
καταδουλωσις
IDX:
21297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21298
Key:
καταδούλωσις

Data

{'headword_display': '<b>καταδούλωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταδούλωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>enslavement</Def><Tr>subjugation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a people, a region</Expl></Tr><Au>Th. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταδούλωσις'}