Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτομαι
καταδυναστεύω
View word page
κατα-δοξάζω
καταδοξάζωvb harbour a suspicion or beliefsuspectw.acc. + inf.that sthg. is the caseX. have an expectationexpectw.acc. + inf.that sthg. is the casePlu.

ShortDef

have a negative opinion about; form a wrong opinion

Debugging

Headword:
καταδοξάζω
Headword (normalized):
καταδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
καταδοξαζω
IDX:
21295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21296
Key:
καταδοξάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δοξάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δοξάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>harbour a suspicion or belief</Def><Tr>suspect</Tr><Obj><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl>that sthg. is the case<Au>X.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Def>have an expectation</Def><Tr>expect</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl>that sthg. is the case<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδοξάζω'}