Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
View word page
κατάδικος
κατάδικοςονadj of personsconvicted, condemnedPlu.

ShortDef

having judgement given against

Debugging

Headword:
κατάδικος
Headword (normalized):
κατάδικος
Headword (normalized/stripped):
καταδικος
IDX:
21292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21293
Key:
κατάδικος

Data

{'headword_display': '<b>κατάδικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάδικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>convicted, condemned</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάδικος'}