Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
καταδραμεῖν
View word page
κατα-δίδωμι
καταδίδωμιvb of a seaflow out, feedw. ἐς + acc.into a straitHdt.app., of marshesgive out, issueinto the seaPlu.

ShortDef

to give away

Debugging

Headword:
καταδίδωμι
Headword (normalized):
καταδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
καταδιδωμι
IDX:
21289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21290
Key:
καταδίδωμι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δίδωμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δίδωμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a sea</Indic><Tr>flow out, feed</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ἐς</Ref> + acc.</GLbl>into a strait<Au>Hdt.</Au></Cmpl><vS2><Indic>app., of marshes</Indic><Tr>give out, issue<Expl>into the sea</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδίδωμι'}