Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδοχή
View word page
κατα-διαλλάσσομαι
καταδιαλλάσσομαιpass.vb be reconciledw. a rivalAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδιαλλάσσομαι
Headword (normalized):
καταδιαλλάσσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδιαλλασσομαι
IDX:
21288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21289
Key:
καταδιαλλάσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-διαλλάσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>διαλλάσσομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be reconciled<Expl>w. a rival</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδιαλλάσσομαι'}