Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
View word page
κατα-διαιρέω
καταδιαιρέωcontr.vbaor.2 mid.inf.
καταδιελέσθαι
mid.of a nationcause division amongconfederate citiesPlb.

ShortDef

divide

Debugging

Headword:
καταδιαιρέω
Headword (normalized):
καταδιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
καταδιαιρεω
IDX:
21286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21287
Key:
καταδιαιρέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-διαιρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>διαιρέω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2 mid.inf.</Lbl><Form>καταδιελέσθαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of a nation</Indic><Tr>cause division among</Tr><Obj>confederate cities<Au>Plb.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδιαιρέω'}