Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδέκομαι
καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
View word page
κατα-δημοβορέω
καταδημοβορέωcontr.vbδημοβόρος of the inhabitants of a cityconsume as a populacecommunally feast ona person's possessionsto save them fr. enemy handsIl.

ShortDef

to consume publicly

Debugging

Headword:
καταδημοβορέω
Headword (normalized):
καταδημοβορέω
Headword (normalized/stripped):
καταδημοβορεω
IDX:
21285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21286
Key:
καταδημοβορέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δημοβορέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δημοβορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δημοβόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of the inhabitants of a city</Indic><Def>consume as a populace</Def><Tr>communally feast on</Tr><Obj>a person's possessions<Expl>to save them fr. enemy hands</Expl><Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταδημοβορέω'}