Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδειλιάω
καταδέκομαι
καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
κατάδικος
καταδιώκω
καταδοκέω
View word page
κατα-δημαγωγέομαι
καταδημαγωγέομαιpass.contr.vb of petitioners to a kingbe won over by flatteryPlu. of a statesmanbe outdone in courting popular favourPlu. of a kingbe thwarted by demagoguesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδημαγωγέομαι
Headword (normalized):
καταδημαγωγέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδημαγωγεομαι
IDX:
21284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21285
Key:
καταδημαγωγέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δημαγωγέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δημαγωγέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of petitioners to a king</Indic><Tr>be won over by flattery</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> <vS1> <Indic>of a statesman</Indic><Tr>be outdone in courting popular favour</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a king</Indic><Tr>be thwarted by demagogues</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδημαγωγέομαι'}