Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδείδω
καταδείκνῡμι
καταδειλιάω
καταδέκομαι
καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
καταδημοβορέω
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσομαι
View word page
κατά-δεσμος
κατάδεσμοςουmδεσμός binding by spellsPl.

ShortDef

a tie, band: a magic knot

Debugging

Headword:
κατάδεσμος
Headword (normalized):
κατάδεσμος
Headword (normalized/stripped):
καταδεσμος
IDX:
21278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21279
Key:
κατάδεσμος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-δεσμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατά<hyph/>δεσμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δεσμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>binding by spells</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάδεσμος'}