Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδείδω
καταδείκνῡμι
καταδειλιάω
καταδέκομαι
καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω
κατάδηλος
καταδημαγωγέομαι
View word page
κατα-δειλιάω
καταδειλιάωcontr.vbaor.
κατεδειλίᾱσα
show cowardicein battlePlu.be afraidw. πρός + acc.at the prospect of a voyagePlu. leave undone through cowardiceflinch froma missionX.

ShortDef

to shew signs of fear

Debugging

Headword:
καταδειλιάω
Headword (normalized):
καταδειλιάω
Headword (normalized/stripped):
καταδειλιαω
IDX:
21274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21275
Key:
καταδειλιάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δειλιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δειλιάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>κατεδειλίᾱσα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>show cowardice<Expl>in battle</Expl></Tr><Au>Plu.</Au><vS2><Tr>be afraid</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>at the prospect of a voyage<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1> <Def>leave undone through cowardice</Def><Tr>flinch from</Tr><Obj>a mission<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδειλιάω'}