Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδείδω
καταδείκνῡμι
καταδειλιάω
καταδέκομαι
καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
καταδεύω
καταδέχομαι
View word page
κατα-δατέομαι
κατα-δατέομαιmid.contr.vbep.3pl.fut.tm.
κατὰ ... δάσονται
of wild beaststear to piecesand devoura personIl.

ShortDef

to divide among themselves, tear and devour

Debugging

Headword:
καταδατέομαι
Headword (normalized):
καταδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδατεομαι
IDX:
21270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21271
Key:
καταδατέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δατέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα-δατέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.fut.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>κατὰ ... δάσονται</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of wild beasts</Indic><Tr>tear to pieces<Expl>and devour</Expl></Tr><Obj>a person<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδατέομαι'}