Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδείδω
καταδείκνῡμι
καταδειλιάω
καταδέκομαι
καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
καταδεύω
View word page
κατα-δαρθάνω
καταδαρθάνωvbaor.2
κατέδαρθον
ep.
κατέδραθον
also
κάδδραθον
sleepgo to sleepOd. Th. Ar. Pl. X. go to bedi.e. have sexw.prep.phr.w. someoneAr. Pl.

ShortDef

to fall asleep

Debugging

Headword:
καταδαρθάνω
Headword (normalized):
καταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
καταδαρθανω
IDX:
21269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21270
Key:
καταδαρθάνω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δαρθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δαρθάνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>κατέδαρθον</Form><Lbl>ep.</Lbl><Form>κατέδραθον</Form><Lbl>also</Lbl><Form>κάδδραθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>sleep<or/>go to sleep</Tr><Au>Od. Th. Ar. Pl. X.<NBPlus/></Au> </vS1> <vS1><Tr>go to bed<Expl>i.e. have sex</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>w. someone<Au>Ar. Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδαρθάνω'}