Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδείδω
καταδείκνῡμι
καταδειλιάω
καταδέκομαι
καταδέρκομαι
κατάδεσις
κατάδεσμος
View word page
κατα-δάπτω
καταδάπτωvb of wild beaststear to piecesa slain manHom. or perh. devourpass.fig., of a person's heartbe tornby bad newsOd.

ShortDef

to rend in pieces, devour

Debugging

Headword:
καταδάπτω
Headword (normalized):
καταδάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταδαπτω
IDX:
21268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21269
Key:
καταδάπτω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δάπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of wild beasts</Indic><Tr>tear to pieces</Tr><Obj>a slain man<Au>Hom.</Au></Obj> <Extra>or perh. <ital>devour</ital></Extra><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>fig., of a person's heart</Indic><Def>be torn<Expl>by bad news</Expl></Def><Au>Od.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'καταδάπτω'}