Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδείδω
καταδείκνῡμι
καταδειλιάω
καταδέκομαι
View word page
κατα-δαμαλίζω
καταδαμαλίζωvb fig., of a blast of windoverwhelm, destroya person's lifePi.tm.

ShortDef

make havoc of

Debugging

Headword:
καταδαμαλίζω
Headword (normalized):
καταδαμαλίζω
Headword (normalized/stripped):
καταδαμαλιζω
IDX:
21265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21266
Key:
καταδαμαλίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δαμαλίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δαμαλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a blast of wind</Indic><Tr>overwhelm, destroy</Tr><Obj>a person's life<Au>Pi.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταδαμαλίζω'}