Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδείδω
καταδείκνῡμι
View word page
κατα-δακτυλικός
καταδακτυλικόςή όνadjδάκτυλος inclined to give the fingeri.e. make an obscene gesture, w.gen. to a certain kind of personAr.

ShortDef

inclined thereto

Debugging

Headword:
καταδακτυλικός
Headword (normalized):
καταδακτυλικός
Headword (normalized/stripped):
καταδακτυλικος
IDX:
21263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21264
Key:
καταδακτυλικός

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δακτυλικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>δακτυλικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δάκτυλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>inclined to give the finger<Expl>i.e. make an obscene gesture, <GLbl>w.gen.</GLbl> to a certain kind of person</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταδακτυλικός'}