Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
View word page
κατα-δάκνομαι
καταδάκνομαιpass.vb be bittenby insectsTheoc.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδάκνομαι
Headword (normalized):
καταδάκνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδακνομαι
IDX:
21261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21262
Key:
καταδάκνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-δάκνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>δάκνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be bitten<Expl>by insects</Expl></Tr><Au>Theoc.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταδάκνομαι'}