Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
καταδάπτω
View word page
κατάγωγις
κατάγωγιςιδοςf dress, robeof a womanSapph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάγωγις
Headword (normalized):
κατάγωγις
Headword (normalized/stripped):
καταγωγις
IDX:
21258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21259
Key:
κατάγωγις

Data

{'headword_display': '<b>κατάγωγις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάγωγις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>dress, robe<Expl>of a woman</Expl></Tr><Au>Sapph.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάγωγις'}