Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
καταδαμαλίζω
καταδάμναμαι
καταδαπανάω
View word page
καταγώγιον
καταγώγιονουn guest-house, hostelryTh. Pl. X. Plu.

ShortDef

a place to lodge in, an inn, hotel

Debugging

Headword:
καταγώγιον
Headword (normalized):
καταγώγιον
Headword (normalized/stripped):
καταγωγιον
IDX:
21257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21258
Key:
καταγώγιον

Data

{'headword_display': '<b>καταγώγιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταγώγιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>guest-house, hostelry</Tr><Au>Th. Pl. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταγώγιον'}