Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
καταδαμάζομαι
View word page
κατᾱγῶ
κατᾱγῶaor.2 pass.subj.seeκατᾱ́γνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατᾱγῶ
Headword (normalized):
κατᾱγῶ
Headword (normalized/stripped):
καταγω
IDX:
21254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21255
Key:
κατᾱγῶ

Data

{'headword_display': '<b>κατᾱγῶ</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατᾱγῶ<LblR>aor.2 pass.subj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατᾱ́γνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατᾱγῶ'}