Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
καταδαίνυμαι
καταδάκνομαι
καταδακρῡ́ω
καταδακτυλικός
View word page
κατ-άγχω
κατ-άγχωvb stranglesomeonePlu.

ShortDef

strangle

Debugging

Headword:
κατάγχω
Headword (normalized):
κατάγχω
Headword (normalized/stripped):
καταγχω
IDX:
21253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21254
Key:
κατάγχω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-άγχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ-άγχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>strangle</Tr><Obj>someone<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατάγχω'}