Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
καταγωνίζομαι
View word page
κατ-αγοράζω
καταγοράζωvb of a merchantbuy up, purchasewaresD.

ShortDef

to buy up

Debugging

Headword:
καταγοράζω
Headword (normalized):
καταγοράζω
Headword (normalized/stripped):
καταγοραζω
IDX:
21249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21250
Key:
καταγοράζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αγοράζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αγοράζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a merchant</Indic><Tr>buy up, purchase</Tr><Obj>wares<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταγοράζω'}