Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
κατάγωγις
View word page
κατά-γομος
κατάγομοςονadjγόμος of shipsheavily ladenPlb.

ShortDef

deep-laden, heavy-laden

Debugging

Headword:
κατάγομος
Headword (normalized):
κατάγομος
Headword (normalized/stripped):
καταγομος
IDX:
21248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21249
Key:
κατάγομος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-γομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>γομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γόμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Tr>heavily laden</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάγομος'}