Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
κατάγω
καταγωγή
καταγώγιον
View word page
κατα-γοητεύω
καταγοητεύωvb of a ruler, a statesmanrender spellboundhold in thralla peopleX. Plu.

ShortDef

to enchant, bewitch: to cheat

Debugging

Headword:
καταγοητεύω
Headword (normalized):
καταγοητεύω
Headword (normalized/stripped):
καταγοητευω
IDX:
21247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21248
Key:
καταγοητεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-γοητεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>γοητεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a ruler, a statesman</Indic><Def>render spellbound</Def><Tr>hold in thrall</Tr><Obj>a people<Au>X. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταγοητεύω'}