Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
καταγράφω
κατάγχω
κατᾱγῶ
View word page
κάταγμα
κάταγμαατοςnκατάγω 7 roll of carded woolready to be spun into threadclump of woolS. Ar. Pl.

ShortDef

wool drawn
fragment; fracture

Debugging

Headword:
κάταγμα
Headword (normalized):
κάταγμα
Headword (normalized/stripped):
καταγμα
IDX:
21244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21245
Key:
κάταγμα

Data

{'headword_display': '<b>κάταγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάταγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>κατάγω</Ref> 7</Ety></HG> <nS1><Def>roll of carded wool<Expl>ready to be spun into thread</Expl></Def><Tr>clump of wool</Tr><Au>S. Ar. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάταγμα'}