Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγορεύω
καταγραφή
View word page
κατα-γῑ́νομαι
καταγῑ́νομαιdial.mid.vbγίγνομαι remain occupiedw. ἐν + dat.in huntingPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγῑ́νομαι
Headword (normalized):
καταγῑ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
καταγινομαι
IDX:
21241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21242
Key:
καταγῑ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-γῑ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>γῑ́νομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS><Ety><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>remain occupied</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ἐν</Ref> + dat.</GLbl>in hunting<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταγῑ́νομαι'}