Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
View word page
καταγίζω
καταγίζωIon.vbseeκαθαγίζω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγίζω
Headword (normalized):
καταγίζω
Headword (normalized/stripped):
καταγιζω
IDX:
21239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21240
Key:
καταγίζω

Data

{'headword_display': '<b>καταγίζω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταγίζω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καθαγίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταγίζω'}