Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
καταγοητεύω
View word page
κατα-γιγαρτίζω
καταγιγαρτίζωvbγίγαρτον fig.squeeze the pips out ofa slave-girli.e. have sex w. herAr.

ShortDef

take out the kernel

Debugging

Headword:
καταγιγαρτίζω
Headword (normalized):
καταγιγαρτίζω
Headword (normalized/stripped):
καταγιγαρτιζω
IDX:
21237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21238
Key:
καταγιγαρτίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-γιγαρτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>γιγαρτίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>γίγαρτον</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Tr>squeeze the pips out of</Tr><Obj>a slave-girl<Expl>i.e. have sex w. her</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταγιγαρτίζω'}