Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
κατάγνωσις
View word page
κατα-γηράσκω
καταγηράσκωvbalsoκαταγηράωPl.contr.vbaor.1
κατεγήρᾱσα
ep.3sg.athem.aor.
κατεγήρᾱ
grow oldOd. Hdt. E. Ar. Att.orats.

ShortDef

to grow old

Debugging

Headword:
καταγηράσκω
Headword (normalized):
καταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
καταγηρασκω
IDX:
21236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21237
Key:
καταγηράσκω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-γηράσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>γηράσκω</HL><PS>vb</PS><vHG2><Lbl>also</Lbl><HL2>καταγηράω<Au>Pl.<NBPlus/></Au></HL2><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.1</Lbl><Form>κατεγήρᾱσα</Form></Tns><Tns><Lbl>ep.3sg.athem.aor.</Lbl><Form>κατεγήρᾱ</Form></Tns></FG></vHG2></vHG> <vS1> <Tr>grow old</Tr><Au>Od. Hdt. E. Ar. Att.orats.<NBPlus/></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταγηράσκω'}