Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβώσομαι
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
κατᾱ́γνῡμι
View word page
κατα-γέμω
καταγέμωvb of placesbe crammed fullw.gen.w. people, spoilsPlb.

ShortDef

to be full of

Debugging

Headword:
καταγέμω
Headword (normalized):
καταγέμω
Headword (normalized/stripped):
καταγεμω
IDX:
21235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21236
Key:
καταγέμω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-γέμω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>γέμω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of places</Indic><Tr>be crammed full</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. people, spoils<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταγέμω'}