Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβυρσόω
καταβώσομαι
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
καταγῑ́νομαι
καταγλωττίζω
καταγλωττίσματα
κάταγμα
View word page
κατά-γελως
κατάγελωςωτοςmγέλως scornful laughterderision, mockeryAr. X. D.concr., ref. to symbols of office, as shaming the wearerA. ridiculousnessof a situationPl.

ShortDef

mockery, derision, ridicule

Debugging

Headword:
κατάγελως
Headword (normalized):
κατάγελως
Headword (normalized/stripped):
καταγελως
IDX:
21234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21235
Key:
κατάγελως

Data

{'headword_display': '<b>κατά-γελως</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατά<hyph/>γελως</HL><Infl>ωτος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>γέλως</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>scornful laughter</Def><Tr>derision, mockery</Tr><Au>Ar. X. D.</Au><nS2><Indic>concr., ref. to symbols of office, as shaming the wearer</Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>ridiculousness<Expl>of a situation</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάγελως'}