Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβρῑ́θω
καταβρόξαι
καταβροχθίζω
καταβρῡ́κω
καταβυρσόω
καταβώσομαι
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
καταγίζω
καταγῑνέω
View word page
κατάγγελτος
κατάγγελτοςονadj of a peoplemade publicreportedto their enemies, w.ptcpl. as doing sthg.Th.

ShortDef

denounced, betrayed

Debugging

Headword:
κατάγγελτος
Headword (normalized):
κατάγγελτος
Headword (normalized/stripped):
καταγγελτος
IDX:
21230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21231
Key:
κατάγγελτος

Data

{'headword_display': '<b>κατάγγελτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάγγελτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Def>made public</Def><Tr>reported<Expl>to their enemies, <GLbl>w.ptcpl.</GLbl> as doing sthg.</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάγγελτος'}