Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβόστρυχος
καταβρέχω
καταβρῑ́θω
καταβρόξαι
καταβροχθίζω
καταβρῡ́κω
καταβυρσόω
καταβώσομαι
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
καταγηράσκω
καταγιγαρτίζω
καταγιγνώσκω
View word page
καταγγελίᾱ
καταγγελίᾱᾱςf official proclamation, announcementPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταγγελίᾱ
Headword (normalized):
καταγγελίᾱ
Headword (normalized/stripped):
καταγγελια
IDX:
21228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21229
Key:
καταγγελίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καταγγελίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταγγελίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>official proclamation, announcement</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταγγελίᾱ'}