Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
καταβολή
κατάβορρος
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβρέχω
καταβρῑ́θω
καταβρόξαι
καταβροχθίζω
καταβρῡ́κω
καταβυρσόω
καταβώσομαι
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
καταγγέλλω
κατάγγελτος
κατάγειος
καταγέλαστος
καταγελάω
κατάγελως
καταγέμω
View word page
καταβώσομαι
καταβώσομαι
Ion.fut.mid.
see
καταβοάω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταβώσομαι
Headword (normalized):
καταβώσομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβωσομαι
IDX:
21225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21226
Key:
καταβώσομαι
Data
{'headword_display': '<b>καταβώσομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>καταβώσομαι<LblR>Ion.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καταβοάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταβώσομαι'}