Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
κατάβορρος
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβρέχω
καταβρῑ́θω
καταβρόξαι
καταβροχθίζω
καταβρῡ́κω
καταβυρσόω
καταβώσομαι
κατάγαιος
καταγγελεύς
καταγγελίᾱ
View word page
κατα-βόστρυχος
καταβόστρυχοςονadj of a young manwith flowing locksE.

ShortDef

with flowing locks

Debugging

Headword:
καταβόστρυχος
Headword (normalized):
καταβόστρυχος
Headword (normalized/stripped):
καταβοστρυχος
IDX:
21218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21219
Key:
καταβόστρυχος

Data

{'headword_display': '<b>κατα-βόστρυχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατα<hyph/>βόστρυχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a young man</Indic><Tr>with flowing locks</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταβόστρυχος'}