Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταβιβάζω
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβῑνέω
καταβιόω
καταβλᾱκεύω
καταβλάπτω
καταβλέπω
κατάβλημα
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολή
κατάβορρος
καταβόσκω
καταβόστρυχος
καταβρέχω
View word page
καταβλητικός
καταβλητικόςή όνadj of a manoeuvreliable to topplean enemy fr. his horseX.

ShortDef

fit for throwing off horseback

Debugging

Headword:
καταβλητικός
Headword (normalized):
καταβλητικός
Headword (normalized/stripped):
καταβλητικος
IDX:
21209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21210
Key:
καταβλητικός

Data

{'headword_display': '<b>καταβλητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταβλητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a manoeuvre</Indic><Tr>liable to topple<Expl>an enemy fr. his horse</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταβλητικός'}